-
1 δημητριακά
[димитриака] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημητριακά
-
2 зерно
1. (плод хлебных злаков) о κόκκος, о σπόρος 2. (злаковых сельскохозяйственных растений) τα σπαρτά, τα δημητριακάфуражное - см кормовое -3. (элемент структуры вещества) о πυρήνας, о κόκκος 4. мет. о κόκκος, ο κρυ-σταλλίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зерно
-
3 зерновые
-
4 культура
культура ж 1) ο πολιτισμός 2) с.-х. η καλλιέργεια· зерновые \культураы τα σιτηρά, τα δημητριακά ◇ физическая \культура η φυσική αγωγή* * *ж1) ο πολιτισμός2) с.-х. η καλλιέργειαзерновы́е культу́ры — τα σιτηρά, τα δημητριακά
••физи́ческая культу́ра — η φυσική αγωγή
-
5 зерновой
зернов||ой1. прил τῶν σιτηρών:\зерновойы́е культу́ры τά δημητριακά, τά σιτηρά, τά γεννήματα·2. \зерновойые мн. τά δημητριακά, τά σιτηρά, τά γεννήματα. -
6 винокурение
η παραγωγή/απόσταξη οινοπνεύματος (από δημητριακά ή πατάτα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винокурение
-
7 злаки
бот. τα δημητριακά" кормовые - για ζωοτροφέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > злаки
-
8 культура
1. (достижения общества) о (πνευματικός) πολιτισμός, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια 2. (вид растения) το είδος (καλλιέργειας)зерновые - ы τα δημητριακά (πλ.)3. (совокупность сельскохозяйственных методов) η μέθοδος (της) αγροτικής καλλιέργειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культура
-
9 мотовило
το τυλιγάδι, η ανέμηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мотовило
-
10 озимые
мн. τα δημητριακά της φθινοπωρινής σποράς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > озимые
-
11 злаки
злакимн. (ед. злак м):хлебные \злаки τά δημητριακά.. -
12 культура
культу́р||аж1. ὁ πολιτισμός, ἡ πνευματική καλλιέργεια, ἡ μόρφωση, ἡ κουλτούρα:дворец \культураы τό μέγαρο τοῦ πολιτισμοί2. с.-х. ἡ καλλιέργεια:зерновые \культураы τά δημητριακά· технические \культураы οἱ τεχνικές καλλιέργειες, ἡ καλλιέργεια βιομηχανικών φυτών бахчевые \культураы ἡ καλλιέργεια μποστανικών ◊ физическая \культура ἡ σωματική ἀγωγή. -
13 зерновые
[ζιρναβύιε] ουσ. κληθ. δημητριακά -
14 злаки
[ζλάκι] ουσ. κληθ. δημητριακά -
15 зерновые
[ζιρναβύιε] ουσ πληθ δημητριακά -
16 злаки
[ζλάκι] ουσ πληθ δημητριακά -
17 житный
επ.δημητριακός, από δημητριακά. -
18 жито
-а ουδ. (διαλκ.) σίκαλη, βρίζα•κριθάρι• δημητριακά. -
19 зерно
-а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнаουδ.1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•
конопляное зерно κανναβόσπορος•
крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•
кофе в -ах καφές άτριφτος•
хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.
2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•
семенное зерно σπόρος σιτοειδής.
3. μόριο, τρίμμα•жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.
|| μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.
4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•зерно теории πυρήνας της θεωρίας•
рациональное зерно λογικός πυρήνας•
поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.
-
20 зерновик
-а α.γεωπόνος ειδικός για τα δημητριακά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… … Dictionary of Greek
δημητριακά — τα (Α δημητριακός, ή, όν) [Δημήτηρ] νεοελλ. φυτά τής οικογένειας τών Αγρωστωδών και άλλων οικογενειών, ετήσια ή διετή τών οποίων οι σπόροι αποτελούν, συνήθως αλεσμένοι, βασικό είδος διατροφής τού ανθρώπου και πολλών ζώων, σιτηρά (στάρι, κριθάρι,… … Dictionary of Greek
Δημητριακάς — Δημητριακά̱ς , Δημητριακός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek